European Association of Urology (EAU)


Ελληνική Ουρολογική Εταιρεία


Ινστιτούτο Μελέτης Ουρολογικών Παθήσεων

Κάντε κλικ στον τίτλο κάθε άρθρου.

Επικοινωνήστε μαζί μας άμεσα στο

Νεώτερα Δεδομένα Καρκίνου Προστάτη

Ο καρκίνος του προστάτη εμφανίζεται στις μεγαλύτερες ηλικίες είναι ο πρώτος σε συχνότητα καρκίνος στους άνδρες των δυτικών κοινωνιών και αποτελεί τη δεύτερη μετά τον καρκίνο του πνεύμονα αιτία θανάτου από νεοπλασματική νόσο.
Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που θεωρούνται επιβαρυντικοί για την ανάπτυξη καρκίνου του προστάτη. Οι σημαντικότεροι είναι η ηλικία ειδικά από τα 50 και άνω, η κληρονομικότητα ειδικά η ύπαρξη συγγενή πρώτου βαθμού με καρκίνο του προστάτη, η παχυσαρκία, η πλούσια διατροφή σε ζωικά λίπη και πτωχή σε φυτικές ίνες.
Οι περισσότεροι ασθενείς με πρώιμου σταδίου καρκίνο του προστάτη είναι ασυμπτωματικοί. Η παρουσία συμπτωμάτων συχνά σημαίνει, είτε τοπικά προχωρημένη νόσο, είτε μεταστατική νόσο. Συνεπώς μπορεί να εμφανιστούν αποφρακτικά (π.χ. δυσκολία στην ούρηση) ή ερεθιστικά συμπτώματα (π.χ. συχνοουρία) λόγω της τοπικής ανάπτυξης του όγκου μέσα στην ουρήθρα ή στην κύστη. Οι μεταστάσεις στα οστά προκαλούν οστικό πόνο.
Λόγω της έλλειψης των συμπτωμάτων, η πλειοψηφία των ασθενών (άνω του 80%) που διαγιγνώσκονται σήμερα με καρκίνο του προστάτη είχαν αρχικά θεωρηθεί ύποπτοι για τη νόσο, είτε με βάση την μη φυσιολογική δακτυλική εξέταση (ύποπτη σκληρή περιοχή του προστάτη που πιάνει ο ουρολόγος με το δάκτυλο), είτε με την ανεύρεση μη φυσιολογικών τιμών του PSA σε εξέταση του αίματος. Το PSA είναι ουσία που παράγει φυσιολογικά ο προστάτης. Ανιχνεύεται στο αίμα και αύξηση την τιμής του περά των φυσιολογικών ορίων μπορεί να σημαίνει πάθηση του προστάτη. Η πάθηση που μπορεί να προκαλεί την αύξηση αυτή δεν είναι απαραίτητα ο καρκίνος καθώς τόσο η φυσιολογική διόγκωση του οργάνου λόγω ηλικίας (καλοήθης υπερπλασία προστάτη) όσο και η λοίμωξη (προστατίτιδα) μπορεί να αυξήσουν την τιμή του PSA. Όμως η χρησιμότητα του βρίσκεται στο γεγονός ότι με βάση την τιμή του και σε συνδυασμό με την δακτυλική εξέταση, μπορεί ο ουρολόγος να κρίνει αν χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση με υπέρηχο και βιοψία εξετάσεις που πλέον είναι γρήγορες, με ελάχιστες παρενέργειες και που δίνουν στην πλειονότητα την οριστική διάγνωση. Για το λόγο αυτό είναι σημαντικό οι άντρες να μετρούν στα πλαίσια ενός γενικού ελέγχου και το PSA ειδικά μετά τα 50 έτη τους. Επίσης είναι σημαντικό να αναφερθεί πως άντρες που έχουν συγγενή πρώτου βαθμού με καρκίνο του προστάτη πρέπει να ξεκινούν τον έλεγχο σε μικρότερη ηλικία (40 έτη). Από την στιγμή που θα διαγνωσθεί ο ασθενής με καρκίνο του προστάτη επιπλέον εξετάσεις θεωρούνται η αξονική τομογραφία και το σπινθηρογράφημα οστών για την ανεύρεση πιθανών μεταστάσεων. Η θεραπεία εξαρτάται από το πόσο προχωρημένη είναι η νόσος καθώς βέβαια και από τη ηλικία του ασθενούς και τις συνυπάρχουσες παθήσεις. Σε γενικές γραμμές η τοπική νόσος συνήθως αντιμετωπίζεται χειρουργικά, ενώ η προχωρημένη με διάφορους πιθανούς συνδυασμούς θεραπευτικών σχημάτων όπως χειρουργικά, ορμονικά, με ακτινοβολία και χημειοθεραπευτικά. Ως συμπέρασμα είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό πως η μέτρηση του PSA από τα 50 και άνω μπορεί να οδηγήσει στην πρώιμη εντόπιση της νόσου άρα και στην επιτυχή αντιμετώπιση της.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Π.ΚΑΤΑΦΥΓΙΩΤΗΣ
ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΟΥΡΟΛΟΓΟΣ
ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΠΑΝ. ΑΘΗΝΩΝ
ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΘΕΙΣ ΕΙΣ ΗΠΑ

Νεοπλάσματα Καρκίνος Όρχεων

Ο καρκίνος των όρχεων είναι μεν ένα σχετικά σπάνιο νεόπλασμα (2%όλων των νεοπλασμάτων του άνδρα), αλλά αποτελεί τον πιο συχνό όγκο στις ηλικίες 20-40 ετών, αποτελώντας την τρίτη κατά σειρά αιτίας θανάτου στις ηλικίες αυτές. Σήμερα ο καρκίνος των όρχεων αποτελεί την πλέον θεραπεύσιμη μορφή ουρολογικού καρκίνου και η συνολική επιβίωση στα πρώιμα στάδια πλησιάζει το 100% ενώ σε προχωρημένη νόσο το 80%. Η συχνότερη εντόπιση είναι στο δεξιό όρχι (όπως και η κρυψορχία) ενώ η ταυτόχρονη εντόπιση και στους δύο όρχεις παρατηρείται στο 1-2% των περιπτώσεων.
Αιτιολογικά έχουν συσχετισθεί πολλοί παράγοντες με τον καρκίνο των όρχεων όμως ουσιαστικά η αιτιολογία παραμένει άγνωστη. Η κρυψορχία αποτελεί ίσως το μοναδικό παράγοντα που εμφανίζει σαφή συσχέτιση με τον καρκίνο των όρχεων. Σε ποσοστό 10% των ασθενών με καρκίνο του όρχεως υπάρχει ιστορικό κρυψορχίας. Αλλοι παράγοντες που έχουν συσχετισθεί με τον καρκίνο του όρχεως είναι η επίδραση ουσιών με οιστρογονική ή αντιανδρογονική δράση, καθώς και πολλές βιομηχανικές τοξίνες στο πρώτο τρίμηνο της κύησης, όπου αν οι εγκυμονούσες εκτεθούν υπάρχει δυνητικός κίνδυνος για τα έμβρυα. Επίσης το οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του όρχεως, το ατομικό ιστορικό καρκίνου του όρχεως (ασθενείς με ιστορικό καρκίνου στον ένα όρχι έχουν πιθανότητα 1-2% να εμφανίσουν δεύτερο πρωτοπαθή όγκο στον άλλο όρχι), καθώς τα τραύματα οι επανειλλημένες φλεγμονές και η διαρκής έκθεση ουσιών (καπνός, λιπάσματα, άσβεστο κ.α.) είναι παράγοντες που έχουν συσχετισθεί με τον καρκίνο των όρχεων.
Κλινικά ο καρκίνος των όρχεων μπορεί να έχει τυπική μορφή ή άτυπη μορφή. Τυπική μορφή θεωρείται η ανώδυνη δίογκωση (50%) που ανακαλύπτεται τυχαία από τον ίδιο τον ασθενή.Αλλες τυπικές μορφές κλινικής εικόνας καρκίνου των όρχεων είναι ο αμβλύς πόνος ή αίσθημα βάρους (20-30%) στο όσχεο και ο οξύς πόνος(10%) λόγω ενδοορχικής αιμορραγίας ή συνύπαρξης επιδιδυμίτιδας.
Ατυπες μορφές κλινικής εικόνας θεωρούνται η συνύπαρξη  υδροκήλης (αντιδραστική στον καρκίνο), η μορφή που εμφανίζεται σε έκτοπο όρχι (λόγω κρυψορχίας), η μορφή που αποκαλύπτεται από τις μεταστάσεις (οσφυικό άλγος, κοιλιακό άλγος, ναυτία εμετοί, μείωση βάρους, βήχας,κ.α), η παρουσία γυναικομαστίας και η μορφή που εμφανίζεται και στους δύο όρχεις.
Διαγνωστικά ο καρκίνος των όρχεων απαιτεί την πλήρη κλινική εξέταση  με εστίαση στους όρχεις (ειδικά επισκόπηση και ψηλάφηση) και στο ουροποιογεννητικό σύστημα του ασθενούς και τον εργαστηριακό και απεικονιστικό έλεγχο. Εργαστηριακά είναι απαραίτητο να αναφερθεί πως εκτός του κλασσικού γενικού και βιοχημικού ελέγχου στον καρκίνο των όρχεων σημαντικό ρόλο παίζουν και οι καρκινικοί δείκτες β-χοριακή γοναδοτροπίνη (β-hCG), η άλφα-φετοπρωτείνη (AFP) και η γαλακτική δευδρογενάση (LDH). Οι δείκτες αυτοί παίζουν ρόλο τόσο στην διάγνωση όσο και στην παρακολούθηση των ασθενών. Απεικονιστικά σημαντικές εξετάσεις είναι η υπερηχοτομογραφία του οσχέου και η αξονική τομογραφία που βοηθούν στη διάγνωση του καρκίνου των όρχεων καθώς και στην εκτίμηση  των λεμφαδένων του ασθενούς. Η θεραπεία ξεκινά με την ριζική ορχεκτομή ακόμη και σε προχωρημένη μεταστατική νόσο, ενώ η αντιμετώπιση μετά την ορχεκτομή και την οριστική διάγνωση με την παθολογοανατομική εξέταση του όρχι που αφαιρέθηκε εξαρτάται από την ιστολογική μορφή του καρκίνου και το στάδιο που αυτός βρίσκεται. Συνήθως μετά την ορχεκτομή απαιτείται παρακολούθηση του ασθενούς, και συνδυασμός ακτινοθεραπείας με χημειοθεραπεία.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Π.ΚΑΤΑΦΥΓΙΩΤΗΣ
ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΟΥΡΟΛΟΓΟΣ
ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΠΑΝ. ΑΘΗΝΩΝ
ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΘΕΙΣ ΕΙΣ ΗΠΑ

Προστατίτιδα

Η προστατίτιδα είναι η φλεγμονή του αδένα και αποτελεί μια συχνή πάθηση του ουροποιογεννητικού συστήματος των αντρών. Η προστατίτιδα διακρίνεται στην οξεία βακτηριακή προστατίτιδα, στην χρόνια βακτηριακή προστατίτιδα, στην χρόνια μη βακτηριακή προστατίτιδα και στο σύνδρομο του χρόνιου πυελικού πόνου. Στις περισσότερες περιπτώσεις η αιτιολογία της προστατίτιδας δεν είναι γνωστή με εξαίρεση ίσως την οξεία βακτηριακή προστατίτιδα, η οποία πρόκειται για οξεία φλεγμονή του προστάτη από συγκεκριμένα συνήθως βακτήρια (κυρίως E.coli και κατά δεύτερο λόγο πρωτέα,κ.α.). Ο συνηθέστερος τρόπος μόλυνσης δηλαδή ο τρόπος που το μικρόβιο φθάνει στον προστάτη και προκαλεί τη λοίμωξη είναι δια της ουρήθρας. Η αιτιολογία των χρόνιων μορφών προστατίτιδας είναι διαφορετική και μπορεί να οφείλεται είτε στα ίδια μικρόβια που προκαλούν την οξεία βακτηριακή προστατίτιδα,είτε στην μη επαρκή αντιμετώπιση της αρχικής οξείας μορφής. Βέβαια εκτός από την μικροβιακή αιτιολογία έχουν περιγραφεί και άλλοι μηχανισμοί για την ερμηνεία ειδικά των χρόνιων μορφών προστατίτιδας.
Η διάγνωση της οξείας βακτηριακής προστατίτιδας που αποτελεί και την πιο σοβαρή μορφή βασίζεται κυρίως στο ιστορικό και την κλινική εξέταση. Ο ασθενής συνήθως έχει υψηλό πυρετό με ρίγος, πόνο στο περίνεο (περιοχή μεταξύ της ουρήθρας και του πρωκτού), καύσος κατά την ούρηση, συχνουρία και έπειξη για ούρηση. Επίσης είναι δυνατό να υπάρχουν γενικευμένα συμπτώματα όπως κούραση, μυαλγία, αρθραλγία μέχρι και επίσχεση ούρων (αδυναμία ο ασθενής να αδειάσει την γεμάτη από ούρα κύστη του). Η δακτυλική εξέταση απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή για την αποφυγή μάλαξης του προστάτη που μπορεί να προκαλέσει  εκτός από έντονο πόνο στον ασθενή και μικροβιαιμία. Εργαστηριακά απαιτείται η λήψη δείγματος ούρων για γενική εξέταση και καλλιέργεια, καθώς και η καλλιέργεια αίματος. Η εξέταση των ούρων συνήθως περιέχει πολλά λευκά αιμοσφαίρια (πυοσφαίρια) ενώ μπορεί να αναδείξει το υπεύθυνο μικρόβιο. Η εξέταση αίματος συνήθως αναδεικνύει την αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων καθώς και του PSA (ειδικό προστατικό αντιγόνο). Η διάγνωση της χρόνιας βακτηριακής προστατίτιδας είναι σημαντικό να αναφερθεί πως στηρίζεται και στην ειδική δοκιμασία Mears-Stamey, εξέταση που γίνεται με διαδοχικές ουρήσεις και λήψη προστατικού εκκρίματος μετά από δακτυλική εξέταση και μάλαξη του προστάτη. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να απομονωθεί το υπεύθυνο μικρόβιο και να δοθεί η αντίστοιχη φαρμακευτική αγωγή.
Η θεραπεία της οξείας βακτηριακής προστατίτιδας απαιτεί αρχικά την ενδοφλέβια χορήγηση αντιβιοτικών ευρέως φάσματος και αφού υποχωρήσει ο πυρετός την χορήγηση από το στόμα του κατάλληλου με βάση το αντιβιόγραμμα αντιβιοτικού (συνήθως κινολόνη) για 4 εβδομάδες. Σε ασθενείς με έντονα συμπτώματα αποφρακτικού τύπου μπορεί να χορηγηθεί και ένας a1-αναστολέας για την ταχύτερη ανακούφιση και αποφυγή επίσχεσης ούρων.
Η θεραπεία της χρόνιας βακτηριακής προστατίτιδας απαιτεί την χορήγηση αντιβιοτικών για μεγάλο χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των 6 εβδομάδων, ενώ μπορεί να φθάσει έως και τους 3 μήνες.Το κυριότερο πρόβλημα της νόσου είναι η υποτροπή σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής. Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως ο πάσχων ακόμα και αν αναγνωρίσει νωρίς τα συμπτώματα της νόσου του λόγω υποτροπής δεν πρέπει να λαμβάνει από μόνος του αντιβίωση αλλά να αναζητεί την γνώμη ουρολόγου καθώς η ανεξέλεγκτη λήψη αντιβιοτικών μη ειδικών για τον ασθενή οδηγεί σε υποθεραπεία και στην δημιουργία ανθεκτικών στελεχών.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Π.ΚΑΤΑΦΥΓΙΩΤΗΣ
ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΟΥΡΟΛΟΓΟΣ
ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΠΑΝ. ΑΘΗΝΩΝ
ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΘΕΙΣ ΕΙΣ ΗΠΑ

Ουρολοιμώξεις

Ο όρος ουρολοιμώξεις αναφέρεται στις λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος. Αποτελούν συχνή πάθηση του ανθρώπου και μπορεί να εμφανιστούν με ποικιλία συμπτωμάτων. Είναι δηλαδή δυνατόν να μην υπάρχουν καθόλου ενοχλήματα,ή και να προκαλέσουν βαρύτατη κλινική εικόνα μέχρι και το θάνατο.
Οι ουρολοιμώξεις διαιρούνται σε διάφορες κατηγορίες. Πρώτον ανάλογα με την χρονική διάρκεια τους σε οξείες και χρόνιες. Δεύτερον σε επιπλεγμένες και μη επιπλεγμένες. Επιπλεγμένες θεωρούνται εκείνες, όπου με την λοίμωξη συνυπάρχει πάθηση της ανατομίας ή της λειτουργίας του ουροποιητικού η οποία εξασθενεί την δράση της φαρμακευτικής αγωγής.
Οι ουρολοιμώξεις οφείλονται σε μικρόβια. Το συχνότερο μικρόβιο(85%) είναι το κολοβακτηρίδιο (Escherichia Coli), το οποίο βρίσκεται φυσιολογικά στον οργανισμό του ανθρώπου στο κατώτερο έντερο. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι μόλυνσης του ουροποιογεννητικού συστήματος. Ο συχνότερος θεωρείται δια μέσου της ουρήθρας όπου το μικρόβιο εισέρχεται και επιμολύνει το ουροποιητικό σύστημα. Οι ουρολοιμώξεις είναι πιο συχνές στις γυναίκες λόγω του μικρού μήκους της ουρήθρας, και της μικρής απόστασης αυτής από τον πρωκτό.
Παράγοντες που ευνοούν τις ουρολοιμώξεις είναι: η πλημμελής τοπική καθαριότης των γεννητικών οργάνων, η συχνή εναλλαγή ερωτικών συντρόφων, η μη χρήσης προφυλακτικών, η παρουσία λίθων στο ουροποιητικό, η ύπαρξη ανατομικών ή λειτουργικών ανωμαλιών που εμποδίζει την φυσιολογική ροή των ούρων, καθώς και παθήσεις που μειώνουν την άμυνα του οργανισμού (σακχαρώδης διαβήτης, ανοσοκαταστολή).
Τα συμπτώματα που εμφανίζονται συνήθως είναι συχνουρία, δυσκολία στην ούρηση, τσούξιμο κατά την ούρηση, πόνος στην περιοχή της κύστης ή των νεφρών, αιματουρία, πυρετός σε διάφορους συνδυασμούς. Βέβαια μπορεί να μην υπάρχουν έκδηλα συμπτώματα και η ουρολοίμωξη να διαγιγνωσκεται με την εξέταση των ούρων.
Η διάγνωση των ουρολοιμώξεων βασίζεται κυρίως στο ιστορικό του ασθενούς, στην ολοκληρωμένη κλινική εξέταση από τον ουρολόγο και στις εργαστηριακές εξετάσεις. Οι βασικότερες εργαστηριακές εξετάσεις είναι η γενική ούρων, η καλλιέργεια ούρων και το υπερηχογράφημα.
Η θεραπεία των ουρολοιμώξεων στηρίζεται στην οξεία φάση της στο αντιβιόγραμμα για την χορήγηση του κατάλληλου αντιβιοτικού. Πρέπει να αποφεύγεται η αυθαίρετη λήψης αντιβιοτικών από τους ασθενείς, διότι δυσκολεύει την θεραπεία και την εκρίζωση του μικροβίου. Μέρος της θεραπείας είναι η αντιμετώπιση συνυπάρχοντα επιβαρυντικού παράγοντα (π.χ ανατομικες ανωμαλίες, λίθοι) σε δεύτερο χρόνο.
Προληπτικά μέτρα είναι η λήψη υγρών, η τοπική καθαριότητα και με βάση νεώτερα δεδομένα η λήψη χυμού βατόμουρου.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Π.ΚΑΤΑΦΥΓΙΩΤΗΣ
ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΟΥΡΟΛΟΓΟΣ
ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΠΑΝ. ΑΘΗΝΩΝ
ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΘΕΙΣ ΕΙΣ ΗΠΑ

Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα

Τα τελευταία 20 χρόνια  τα νοσήματα που μεταδίδονται με την σεξουαλική επαφή παρουσιάζουν σημαντική αύξηση, γεγονός που οφείλεται  στη εύκολη μετακίνηση πληθυσμών,στην εξάπλωση της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, στην χαμηλή κοινωνικοοικονομική  κατάσταση μεγάλου ποσοστού του πληθυσμού και στην κακή ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη καθώς και στην αλλαγή της σεξουαλικής συμπεριφοράς αντρών και ειδικά των γυναικών με την απόκτηση σεξουαλικών εμπειριών από μικρή ηλικία με περισσότερους συντρόφους. Τα νοσήματα αυτά είναι συχνά στις νεαρές ηλικίας. Συνήθως χαρακτηρίζονται από την χρόνια πορεία τους, ενώ μπορεί να μην εμφανίζουν κλινικά συμπτώματα αλλά να έχουν σοβαρές επιπτώσεις κυρίως για τις γυναίκες. Έτσι μπορεί να οδηγήσουν στην πυελική φλεγμονώδη νόσο, και σε αυξημένο κίνδυνο στειρότητας και εξωμήτριας κύησης. Το συχνότερο παγκοσμίως σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα είναι τα χλαμύδια. Τα πιο γνωστά στο ευρύ κοινό σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα είναι η σύφιλη, ο έρπης των γεννητικών οργάνων, τα κονδυλώματα (γεννητικοί ακροχορδόνες), το AIDS, η γονόρροια (βλεννόρροια), η τριχομονίαση, το μαλακό έλκος των γεννητικών οργάνων και η ηπατίτιδα.
Η σύφιλη οφείλεται σε βακτηρίδιο (ωχρά σπειροχαίτη) και η μόλυνση πραγματοποιείται μέσω του βλεννογόνου ή του δέρματος μετά τη λύση της συνέχειάς του. Η νόσος εμφανίζει διάφορα στάδια πρωτοπαθές, δευτεροπαθές και τριτοπαθές που στο καθένα προεξάχουν χαρακτηριστικά συμπτώματα από το δέρμα ή και από άλλα συστήματα όπως το καρδιαγγειακό και το νευρικό. Στη συγγενή σύφιλη η νόσος μεταδίδεται από την έγκυο στο έμβρυο διαμέσου του πλακούντα. Η διάγνωση της νόσου γίνεται με την ανίχνευση του τρεπονήματος στις βλάβες και ειδικές ορολογικές αντιδράσεις με ανίχνευση ειδικών αντισωμάτων εναντίον του μικροβίου. Η θεραπεία συνίσταται γενικά στην χορήγηση αντιβίωσης πενικιλίνης G.
Ο έρπης  των γεννητικών οργάνων οφείλεται στον ιο του έρπητα και έχει λάβει παγκοσμίως μεγάλη αύξηση. Το σημαντικό είναι ότι συνήθως διατρέχουν ασυμπτωματικά ή δεν αναγμωρίζονται, ενώ ο ασθενής συνεχίζει να αποβάλλει τον ιο και να είναι μολυσματικός. Κλινικά εμφανίζει δερματολογικές αλλοιώσεις στον κόλπο και το αιδοίο στις γυναίκες και στη βάλανο και την ακροποσθία (του πέους) στον άνδρα, ενώ μπορεί να εμφανίσει και επιπλοκές που έιναι πιο συχνές στις γυναίκες. Η σοβαρότερη είναι η επιμόλυνση του νεογνού κατά τον τοκετό λόγω της παρουσίας του ιού στις γεννητικές εκκρίσεις της μητέρας, με σοβαρές επιπτώσεις για το νεογνό. Η διάγνωση γίνεται με την απομόνωση του ιου και ειδικές εργαστηριακές εξετάσεις ανίχνευσης του DNA του ιού (PCR). Η θεραπεία συνίσταται στην χορήγηση  ιοστατικών, αντιφλεγμονωδών και αναλγητικών φαρμάκων. Τα ιοστατικά (ασυκλοβίρη) έχουν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα αν χορηγηθούν εντός 48 ωρών από την εμφάνιση των συμπτωμάτων.
Τα χλαμύδια προσβάλλουν το 10% των σεξουαλικώς ενεργών νέων ετησίως. Μεγάλο ποσοστό  ανδρών και γυναικών μπορεί να μην εμφανίζουν κανένα σύμπτωμα για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την προσβολή τους αλλά όμως είναι δυνατό να μεταδώσουν τη νόσο με την σεξουαλική επαφή. Τα χλαμύδια μπορεί να προκαλέσουν δύσοσμες κολπικές εκκρίσεις, πόνο στην ούρηση, αίμα στον κόλπο, ενδομητρίτιδα, τραχηλίτιδα και ουρηθρίτιδα στις γυναίκες, ενώ στους άνδρες πόνο στην ούρηση, ουρηθρίτιδα, επιδιδυμίτιδα και προστατίτιδα. Συνήθως συνυπάρχει και συστηματική συμπτωματολογία όπως πυρετός, ρίγος, πονοκέφαλος, εμετοί κ.α. Η θεραπεία συνίσταται στην χορήγηση αντιβίωσης (δοξυκυκλίνη ή ερυθρομυκίνη).
Τα κονδυλώματα οφείλονται στον ιο των θηλωμάτων και οι ασθενείς επιμολύνονται όταν έρθουν σε επαφή με τα κονδυλώματα άλλου ατόμου. Κλινικά διαγιγνώσκονται εύκολα λόγω της χαρακτηρηστικής εικόνας τους και είναι σημαντικό να γίνει και η κλινική εξέταση της συντρόφου. Η θεραπεία συνίσταται στην εξαίρεση των κονδυλωμάτων είτε με διαθερμία, είτε με Laser. Συμπληρωματική θεραπεία είναι η τοπική εφαρμογή διαλύματος ποδοφυλλίνης. Η υποτροπή είναι αρκετά συχνή (25% περιπτώσεων).
Η βλεννόρροια προσβάλλει τη γεννητική οδό,τη στοματική κοιλότητα και το ορθό. Στις μεν γυναίκες η νόσος εκδηλώνεται με πόνο στην ούρηση, σαλπιγγίτιδα, ενδομητρίτιδα, τραχηλίτιδα, ουρηθρίτιδα και αιματηρές κολπικές εκκρίσεις, ενώ στους άνδρες εκδηλώνεται με πόνο στην ούρηση, έκκριση πυώδους υγρού από την ουρήθρα και επιδιδυμίτιδα. Η διάγνωση γίνεται με εργαστηριακό έλεγχο του εκκρίματος της ουρήθρας. Θεραπευτικά χορηγούμε αντιβίωση (κεφτριαξόνη, σιπροφλοξασίνη) όπου πολλές φορές λαμβάνουμε υπόψη μας ότι συνυπάρχουν και χλαμύδια.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Π.ΚΑΤΑΦΥΓΙΩΤΗΣ
ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΟΥΡΟΛΟΓΟΣ
ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΠΑΝ. ΑΘΗΝΩΝ
ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΘΕΙΣ ΕΙΣ ΗΠΑ

Ανδρική Υπογονιμότητα

Περίπου το 15% των ζευγαριών αντιμετωπίζει προβλήματα τεκνοποίησης. Υπογονιμότητα ορίζεται η αδυναμία σύλληψης μετά από διάστημα 12 μηνών ελεύθερων σεξουαλικών σχέσεων. Διακρίνεται σε πρωτοπαθή όταν ποτέ στο παρελθόν δεν έχει αναφερθεί εγκυμοσύνη από το ζευγάρι και σε δευτεροπαθή όταν έχει υπάρξει κάποια εγκυμοσύνη στο παρελθόν ανεξαρτήτου τελικής έκβασης. Στατιστικά το 67-71% από τα υπογόνιμα ζευγάρια πάσχει από πρωτοπαθή και το 29-33% πάσχει από δευτεροπαθή υπογονιμότητα. Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως η διάγνωση και η θεραπεία της υπογονιμότητας αφορά πάντα και τους δύο συντρόφους και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα του ζευγαριού και όχι του ενός μέλους μόνο. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς το αίτιο της υπογονιμότητας μπορεί να μην είναι μόνο ένα που αφορά μόνο την γυναίκα ή μόνο τον άντρα αλλά μπορεί να είναι διαφορετικοί παράγοντες που συμμετέχουν σε διαφοτερικό βαθμό ο καθένας και που πρέπει να αντιμετωπιστούν ξεχωριστά για να υπάρχει επιτυχές αποτέλεσμα. Έτσι σε ένα ποσοστό 20-30% των περιπτώσεων υπογονιμότητας το αίτιο ανευρίσκεται μόνο στον άντρα,  στο 30% στη γυναίκα,  ενώ σε ποσοστό περίπου 30-40% είναι μικτής αιτιολογίας. Σε ένα σημαντικό ποσοστό (15% των ζευγαριών με υπογονιμότητα) δεν είναι δυνατή η ανεύρεση του αιτίου παρά τον διαγνωστικό έλεγχο (ιδιοπαθής υπογονιμότητα).
Τα αίτια της ανδρικής υπογονιμότητας διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με την ανατομική εντόπιση του προβλήματος σε σχέση με τους όρχεις του βασικού δηλαδή οργάνου  του άντρα για την αναπαραγωγική διαδικασία. Έτσι τα αίτια διακρίνονται σε προ-ορχικά, ορχικά και μέτα-ορχικά.
Στην πρώτη κατηγορία των προ-ορχικών αιτίων υπογονιμότητας γενικά μπορούμε να πούμε πως ανήκουν όλοι οι παράγοντες που επηρεάζουν βασικές ορμόνες και τα όργανα που τις παράγουν, που συντελούν στην φυσιολογική λειτουργία των όρχεων και της αναπαραγωγής. Έτσι προορχικά αίτια θεωρούνται διαταραχές του υποθαλάμου και της υπόφυσης (περιοχών του εγκεφάλου) καθώς και των ορμονών που παράγουν. Επίσης ορμονικές διαταραχές (οιστρογόνων, ανδρογόνων, κορτικοειδών καθώς και των θυροειδικών ορμονών) όπως και ορισμένες συστηματικές παθήσεις (χρονία νεφρική ανεπάρκεια, κίρρωση ήπατος) επηρεάζουν την φυσιολογική παραγωγη των ορμονών του υποθαλάμου και της υπόφυσης προκαλώντας διαταραχές στη γονιμότητα.
Ορχικά αίτια θεωρούνται οι παράγοντες που επηρεάζουν την φυσιολογική λειτουργία των όρχεων των οργάνων δηλαδή που παράγουν τα σπερματοζωάρια καθώς και τις ορμόνες (τεστοστερόνη) που παίζουν σημαντικό ρόλο στην αναπαραγωγή. Έτσι ορχικά αίτια θεωρούνται οι χρωμοσωμιακές ανωμαλίες (π.χ. Σύνδρομο klinefelter), οι διαταραχές του σπερματικού επιθηλίου, η αμφοτερόπλευρη ανορχία (από συστροφή, τραύμα, λοίμωξη κ.α.), καθώς και οι διάφοροι γοναδοτοξικοί παράγοντες (φάρμακα, ακτινοβολία, χημειοθεραπευτικά, υπερθερμία οσχέου). Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως διάφορα φάρμακα (π.χ.σπιρονολακτόνη, σιμετιδίνη, ορισμένα αντιβιοτικά) και ουσίες (οινόπνευμα,ναρκωτικά, καπνός) όταν λαμβάνονται για μεγάλο χρονικό διαστημα μπορεί να προκαλέσουν διαταραχές της σπερματογένεσης. Επίσης πρέπει να αναφερθεί πως διάφορες παθήσεις των όρχεων (κρυψορχία, μεταπαρωτιδική ορχίτιδα, φυματίωση) καθώς και η κιρσοκήλη αποτελούν σημαντικούς παράγοντες υπογονιμότητας.
Στα μετα-ορχικά αίτια ανήκουν η ανατομική απόφραξη της αποχετευτικής οδού του σπέρματος, οι διαταραχές εκσπερμάτισης (από επεμβάσεις πυέλου ή οπισθοπεριτοναικές, σακχαρώδη διαβήτη, φάρμακα), οι διαταραχές κινητικότητας και λειτουργίας σπερματοζωαρίων και οι σεξουαλικές διαταραχές (στυτική δυσλειτουργία, μειωμένη libido).
Στη διαγνωστική προσέγγιση του υπογόνιμου άντρα βασικό ρόλο παίζουν το λεπτομερές ιατρικό και σεξουαλικό ιστορικό καθώς και η κλινική εξέταση.
Το ιστορικό πρέπει να είναι εκτενές και αναλυτικό και πρέπει να χωρισθεί σε κατηγορίες ερωτήσεων ώστε να αποκαλυφθεί κάθε πιθανός παράγοντας υπογονιμότητας. Έτσι πρέπει να τεθούν ερωτήσεις που να αφορούν το ιστορικό υπογονιμότητας (διάρκεια,προηγηθείσες εγκυμοσύνες εκτίμηση της συντρόφου κ.α.), το οικογενειακό ιστορικό (υπογόνιμοι συγγενείς, κυστική ίνωση,κ.α.), το αναπτυξιακό ιστορικό (έναρξη ήβης, συγγενείς ανωμαλίες ουροποιογεννητικού), το ιατρικό-χειρουργικό-φαρμακευτικό ιστορικό (συστηματικές παθήσεις, χειρουργία στην πύελο και γενικά φάρμακα που λαμβάνονται), ιστορικό λοιμώξεων (φυματίωση, σύφιλη, προστατίτιδες, επιδιδυμίτιδες κ.α.), σεξουαλικό ιστορικό (στυτική δυσλειτουργία κ.α.) και τέλος ατομικό ιστορικό συνηθειών και επαγγέλματος (κάπνισμα, αλκοόλ, ναρκωτικά, ακτινοβολία, γοναδοτοξικές ουσίες στον επαγγελματικό χώρο). Γίνεται συνεπώς αντιληπτό πόσο σημαντικό είναι το ιστορικό για την διάγνωση της υπογονιμότητας και πόσο σημασία πρέπει να δίνει ο ιατρός και ο ασθενής στην εκτενή και ειλικρινή συζήτηση όλων αυτών των παραγόντων.
Μετά το ιατρικό ιστορικό πρέπει να ακολουθήσει μια επίσης εκτενής κλινική εξέταση η οποία πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα συστήματα αλλά και να εστιάζεται στην εξέταση των έξω γεννητικών οργάνων και των δευτερευόντων χαρακτηριστικών του φύλου. Με την κλινική εξέταση γίνεται η προσπάθεια εντοπισμού σημείων συστηματικών παθήσεων και σημείων υπογοναδισμού (γυναικομαστία, μη φυσιολογική κατανομή της τρίχωσης, ευνουχοειδής ανάπτυξη των έξω γεννητικών οργάνων κ.α.). Βέβαια ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δίνεται στην κλινική εξέταση του πέους και των όρχεων καθώς επίσης και στην αναζήτηση ύπαρξης ψηλαφητής κιρσοκήλης.
Μετά την λήψη ιατρικού ιστορικού και την κλινική εξέταση ακολουθεί ο εργαστηριακός έλεγχος, ο οποίος σύμφωνα με τον παγκόσμιο οργανισμό υγείας διακρίνεται σε εξετάσεις ρουτίνας, σε προαιρετικές εξετάσεις και σε ερευνητικές εξετάσεις.
Εξέταση ρουτίνας είναι το σπερμοδιάγραμμα που περιλαμβάνει την μακροσκοπική και μικροσκοπική εξέταση του σπέρματος το οποίο λαμβάνεται σε ειδικό αποστειρωμένο δοχείο στο εργαστήριο μετά από σεξουαλική αποχή 48 ωρών και όχι μεγαλύτερη των 5 ημερών. Στο σπερμοδιάγραμμα μελετώνται σημαντικοί παράμετροι του σπέρματος και η αρχική εκτίμηση για κάθε νέο ασθενή πρέπει να γίνεται με βάση τη λήψη δύο διαφορετικών δειγμάτων σε διάστημα τριών εβδομάδων. Η σημαντικότερη ίσως παράμετρος θεωρείται η κινητικότητα του σπέρματος.
Εξέτάσεις προαιρετικής επιλογής θεωρούνται η καλλιέργεια σπέρματος, οι βιοχημικές εξετάσεις σπέρματος καθώς και άλλες ειδικές εξετάσεις της λειτουργίας των σπερματοζωαρίων. Οι ερευνητικές αφορούν επίσης ειδικές εξετάσεις παραμέτρων του σπέρματος.
Ειδικά πρέπει να αναφερθεί πως η βιοψία των όρχεων (η οποία έχει συγκεκριμένη ένδειξη) χρησιμοποιείται για την διαφορική διάγνωση μεταξύ της βλάβης του σπερματικού επιθηλίου  και της απόφραξης της αποχετευτικής οδού του σπέρματος και δεν έχει την δυνατότητα να διαγνώσει την πάθηση που προκαλεί την βλάβη.
Απεικονιστικά βασική εξέταση θεωρείται η υπερηχοτομογραφία του οσχέου και η doppler υπερηχοτομογραφία για την μελέτη της δομής και του μεγέθους των όρχεων-επιδιδυμίδων, την παρουσία υδροκήλης,την αναζήτηση κιρσοκήλης και την διερεύνηση κρυψορχίας. Πιο εξειδικευμένες απεικονιστικές εξετάσεις απαιτούνται μόνο επί συγκεκριμένων ενδείξεων.
Ο ορμονικός έλεγχος πρέπει να γίνεται σε άτομα με βαριά ολιγοσπερμία (μικρός αριθμός σπερματοζωαρίων στο σπερμοδιάγραμμα) ή αζωοσπερμία (απουσία σπερματοζωαρίων και στους ασθενείς που υπάρχει υποψία ενδοκρινικής νόσου. Οι ορμόνες που μελετώνται είναι η τεστοστερόνη, η ωχρινοτρόπος (LH), η θυλακιοτρόπος (FSH) και η προλακτίνη. Πιο εξειδικευμένος ορμονικός έλεγχος καθώς και χρωμοσωμιακός έλεγχος απαιτείται επί συγκεκριμένων ενδείξεων.
Η θεραπεία του υπογόνιμου άντρα μπορεί να είναι είτε συντηρητική,είτε χειρουργική αναλόγως του παράγοντα που προκαλεί υπογονιμότητα.Η συντηρητική θεραπεία μπορεί να είναι είτε ειδική (ορμονική,θεραπεία λοιμώξεων, αντιμετώπιση ανοσολογικών παραγόντων), είτε εμπειρική (αντιοιστρογόνα, αναστολείς αρωματάσης, χορήγηση εξωγενών γοναδοτροπινών,ανδρογόνα κ.α.) που εφαρμόζεται συνήθως στην αντιμετώπιση της ιδιοπαθούς ανδρικής υπογονιμότητας.
Η χειρουργική θεραπεία συνίσταται στην αντιμετώπιση ειδικών παθήσεων που επηρεάζουν την γονιμότητα όπως η κιρσοκήλη, η κρυψορχία, η απόφραξη των εκσπερματικών πόρων, των σπερματικών πόρων και της επιδιδυμίδας καθώς και συγγενείς διαταραχές.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Π.ΚΑΤΑΦΥΓΙΩΤΗΣ
ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΟΥΡΟΛΟΓΟΣ
ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΠΑΝ. ΑΘΗΝΩΝ
ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΘΕΙΣ ΕΙΣ ΗΠΑ

Αίτια Στυτικής Δυσλειτουργίας

Ως στυτική δυσλειτουργία ορίζεται η επίμονη αδυναμία να επιτευχθεί και να διατηρηθεί στύση ικανή να επιτρέψει ικανοποιητική σεξουαλική πράξη. Αν και αποτελεί καλοήθη διαταραχή σχετίζεται με την σωματική και ψυχολογική υγεία και έχει σημαντική επιρροή στην ποιότητα της ζωής τόσο του πάσχοντα όσο και της συντρόφου του.Το 52% των αντρών ηλικίας από 40-70 ετών εμφανίζουν κάποια μορφή στυτικής δυσλειτουργίας. Η νόσος αυξάνει με την ηλικία γεγονός που οφείλεται στην αύξηση της συχνότητας εμφάνισης διαφόρων άλλων παθήσεων με την πρόοδο της ηλικίας (όπως σακχαρώδης διαβήτης,ψυχογενή αίτια).
Η στύση αποτελεί ένα νευροαγγειακό φαινόμενο το οποίο βρίσκεται υπό ορμονικό έλεγχο. Διάφοροι επιβαρυντικοί παράγοντες έχουν αναγνωριστεί ως πιθανοί υπεύθυνοι για την στυτική δυσλειτουργία. Είναι μάλιστα ξεκάθαρο ότι η στυτική δυσλειτουργία εμφανίζει κοινούς παράγοντες κινδύνου με τις καρδιαγγειακές νόσους, όπως η καθιστική ζωή και η έλλειψη άσκησης,η παχυσαρκία, το κάπνισμα, η αυξημένη χοληστερίνη και το σάκχαρο.
Η στυτική δυσλειτουργία με βάση τα αίτια που την προκαλούν διακρίνεται στην ψυχογενή, στην οργανική και στην μεικτή (ψυχογενή και οργανική). Τα ψυχογενή αίτια στο παρελθόν θεωρούνταν υπεύθυνα για το 90% των περιπτώσεων στυτικής δυσλειτουργίας δεδομένο που σήμερα έχει ανατραπεί καθώς πλέον τα μεικτά αίτια θεωρούνται κυρίως υπεύθυνα. Η ψυχογενής στυτική δυσλειτουργία μπορεί να διακριθεί σε διάφορες κατηγορίες όπως για παράδειγμα σε γενικευμένη και σε περιστασιακή (όταν εμφανίζεται με συγκεκριμένο ερωτικό σύντροφο). Μπορεί επίσης να διακριθεί ανάλογα με την ψυχογενή πάθηση που προκαλεί την στυτική δυλειτουργία, όπως πχ η κατάθλιψη. Αυτό που έχει σημασία όμως να γίνει κατανοητό ανεξάρτητα την όποια κατηγοριοποίηση πως κάθε ψυχογενής πάθηση από την πιο απλή όπως το άγχος και οι φοβίες μέχρι και την πιο πολύπλοκη όπως η κατάθλιψη και η σχιζοφρένεια μπορεί να προκαλέσει στυτική δυσλειτουργία.
Η οργανική στυτική δυσλειτουργία διακρίνεται σε αγγειακή, σε νευρογενής, σε ορμονική,σε ανατομική και σε προκαλούμενη από φάρμακα.
Αγγειακά αίτια θεωρούνται η υπέρταση, η χοληστερίνη το κάπνισμα και η καρδιααγγειακή νόσος. Νευρογενή αίτια θεωρούνται το εγκεφαλικό επεισόδιο, οι παθήσεις της σπονδυλικής στήλης, η σκλήρυνση κατά πλάκας, ο αλκοολισμός και η ουραιμία. Ανατομικά αίτια είναι η νόσος Peyronie, το κάταγμα πέους, ο υποσπαδίας-επισπαδίας (διαταραχές της θέσης του στομίου της ουρήθρας). Ορμονικά αίτια είναι ο σακχαρώδης διαβήτης, ο υπογοναδισμός (μειωμένη τεστοστερόνη), η υπερπρολακτιναιμία (αύξηση της ορμόνης προλακτίνης στο αίμα), οι παθήσεις του θυροειδούς και η νόσος Cushing (αύξηση της κορτιζόνης στο αίμα).
Οι βασικές κατηγορίες φαρμάκων που μπορεί να προκαλέσουν στυτική δυσλειτουργία είναι τα αντιυπερτασικά (όλες οι κατηγορίες αλλά κυρίως τα διουρητικά και οι b αναστολείς) τα αντικαταθλιπτικά, τα αντιψυχωσικά, τα αντινδρογόνα, τα αγχολυτικά, και οι εξαρτησιογόνες ουσίες (ηρωίνη, κοκαίνη, μεθαδόνη).
Ειδική αναφόρα πρέπει να γινεί σε κάποιες παθήσεις λόγω των πολλαπλών μηχανισμών που προκαλούν στυτική δυσλειτουργία. Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια ορμονική πάθηση που με την αύξηση της γλυκόζης στο αίμα επηρεάζει τόσο τα αγγεία όσο και τα νεύρα που ρυθμίζουν την στύση. Επίσης η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια καθώς και η ηπατική ανεπάρκεια μέσω των μεταβολών στον μεταβολισμό και στην απέκκριση ουσιών (πχ ορμονών)  από τον οργανισμό επηρεάζουν τη στύση.Τέλος χειρουργεία ή ακτινοβολία στην περιοχή της πυέλου για διάφορες παθήσεις (πχ ριζική προστατεκτομή για καρκίνο του προστάτη) μπορεί να προκαλέσουν σημαντική στυτική δυσλειτουργία.                                                                                        

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Π.ΚΑΤΑΦΥΓΙΩΤΗΣ
ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΟΥΡΟΛΟΓΟΣ
ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΠΑΝ. ΑΘΗΝΩΝ
ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΘΕΙΣ ΕΙΣ ΗΠΑ

Καλοήθης Υπερπλασία Προστάτη (ΚΥΠ)

Τα δυο πιο σημαντικά βήματα για την διάγνωση της αιτίας είναι ένα αναλυτικό ιατρικό ιστορικό και μια εκτεταμένη κλινική εξέταση. Είναι σημαντικό ο ουρολόγος να έχει δημιουργήσει μία άνετη ατμόσφαιρα κατά την λήψη του ιστορικού ώστε ο ασθενής να μπορεί να απαντήσει σε ερωτήσεις που αφορούν την στυτική λειτουργία και το σεξουαλικό ιστορικό του. Το ιατρικό ιστορικό πρέπει να περιλαμβάνει πλήρη καταγραφή των συνοδών παθήσεων καθώς και των φαρμάκων που πιθανόν λαμβάνει ο ασθενής. Επίσης στο ιατρικό σεξουαλικό ιστορικό πρέπει να γίνει πλήρης περιγραφή της ποιότητας των στύσεων τόσο κατά την επαφή, όσο και των πρωινών στύσεων. Ο ασθενής πρέπει να ερωτηθεί για την διάθεση του για σεξουαλική επαφή, για την σκληρότητα και την διάρκεια της στύσης, για την εκσπερμάτωση και τον οργασμό κατά την σεξουαλική επαφή.
Μια εκτεταμένη κλινική εξέταση πρέπει να ακολουθήσει με ιδιαίτερη έμφαση στο ουροποιητικό, στο γεννητικό, στο ενδοκρινικό και στο νευραγγειακό σύστημα. Η κλινική εξέταση μπορεί να αποκαλύψει σημεία που αφορούν νόσους του πέους (π.χ. νόσος Peyronie ή τραυματισμό) του προστάτη (π.χ καρκίνος) ή του ενδοκρινικού (π.χ. γυναικομαστία) ή του καρδιαγγειακού (αρτηριακή υπέρταση) που επηρεάζουν την στυτική λειτουργία.
Εν συνεχεία πρέπει να ακολουθήσει εργαστηριακός έλεγχος που προσαρμόζεται στα συμπτώματα του ασθενούς καθώς και στους παράγοντες κινδύνου. Σε όλους τους ασθενείς πρέπει να ελεγχθεί το σάκχαρο του αίματος και το λιπιδαιμικό προφίλ. Επίσης πρέπει να μετρηθεί πρωινό δείγμα ολικής και ελεύθερης τεστοστερόνης ενώ περαιτέρω ορμονικός έλεγχος (προλακτίνη,FSH,LH) πρέπει να ακολουθήσει αν η τεστοστερόνη είναι μειωμένη.Σε ειδικές περιπτώσεις ασθενών (π.χ νέοι ασθενείς με ιστορικό τραύματος στα γεννητικά όργανα) μπορεί να χρειαστεί επιπλέον διαγνωστικός έλεγχος (π.χ. υπέρηχος αρτηριών πέους). Ο βασικός στόχος στην αντιμετώπιση της στυτικής δυσλειτουργίας είναι ο καθορισμός της υποκείμενης αιτιολογίας και η θεραπεία της και όχι η αντιμετώπιση του συμπτώματος αυτού καθαυτού. Είναι σημαντικό να εντοπιστούν πιθανοί αναστρέψιμοι παράγοντες κινδύνου για στυτική δυσλειτουργία και να τροποποιηθούν όπως για παράδειγμα αλλαγή στον τρόπο ζωής με απώλεια κιλών, βελτίωση της διατροφής και σταμάτημα του καπνίσματος. Εν συνεχεία η θεραπεία στοχεύει στην αντιμετώπιση θεραπεύσιμων αιτιών στυτικής δυσλειτουργίας όπως ορμονικές (π.χ. χορήγηση τεστοστερόνης), μετατραυματικές αρτηριακές (π.χ. χειρουργική πεϊκή επαναγγείωση) και ψυχοσεξουαλικές διαταραχές (ψυχοσεξουαλική θεραπεία).
Εν συνεχεία ακολουθεί η πρώτης γραμμής θεραπεία με φάρμακα από το στόμα όπως οι αναστολείς του PDE5 ενζύμου (σιλδεναφίλη, ταδαλαφίλη, βαρδεναφίλη) φάρμακα που έφεραν την επανάσταση στην αντιμετώπιση της στυτικής δυσλειτουργίας και τα οποία όμως για να είναι αποτελεσματικά πρέπει οι ασθενείς να έχουν ένα βαθμό λειτουργίας των αγγείων και νεύρων του πέους. Επίσης είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι για να είναι αποτελεσματικά πρέπει να υπάρχει σεξουαλικό ερέθισμα καθώς και ότι πρέπει να λαμβάνονται με συγκεκριμένο τρόπο που υποδεικνύει ο ουρολόγος. Είναι αναγκαίο να αναφερθεί ότι δεν πρέπει να λαμβάνονται χωρίς ιατρική καθοδήγηση ειδικά μάλιστα από ασθενείς που λαμβάνουν και άλλα σκευάσματα όπως νιτρώδη για την στηθάγχη καθώς μπορεί να έχουν σημαντικές παρενέργειες. Η δεύτερη γραμμή θεραπείας σε ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται στα φάρμακα από το στόμα είναι οι ενδοπεϊκές ενέσεις φαρμάκων, ενώ η τρίτη γραμμή θεραπείας είναι οι ενδοπεϊκές προθέσεις σε ασθενείς που δεν ανταποκρίθηκαν στις δυο προηγούμενες ή σε αυτούς που θέλουν οριστική λύση στο πρόβλημά τους.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Π.ΚΑΤΑΦΥΓΙΩΤΗΣ
ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΟΥΡΟΛΟΓΟΣ
ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΠΑΝ. ΑΘΗΝΩΝ
ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΘΕΙΣ ΕΙΣ ΗΠΑ

Λιθίαση Ουροποιητικού Κωλικός Νεφρού

Η ουρολιθίαση αποτελεί την τρίτη κατά σειρά συχνότητας πάθηση του ουροποιητικού μετά τις ουρολοιμώξεις και τις παθήσεις του προστάτη. Η νεφρολιθίαση επηρεάζει το 5% του γενικού πληθυσμού ενώ η πιθανότητα σχηματισμού νέου λίθου ένα χρόνο μετά το αρχικό επεισόδιο νεφρολιθίασης φθάνει το 10%. Οι άνδρες προσβάλλονται συχνότερα από τις γυναίκες ενώ μελέτες έχουν δείξει την αυξημένη συχνότητα εμφάνισης ουρολιθίασης μεταξύ ασθενών που έχουν συγγενείς με ουρολιθίαση καθώς το 25% των ασθενών με λίθο έχουν θετικό οικογενειακό ιστορικό.
Παράγοντες που επηρεάζουν τον σχηματισμό λίθων είναι το οικογενειακό ιστορικό ουρολιθίασης, οι διατροφικές συνήθειες (κατανάλωση λίπους και μειωμένη πρόσληψη υγρών), οι συνθήκες διαβίωσης (ορεινές, τροπικές περιοχές), οι κλιματολογικές συνθήκες (θερμά κλίματα που προκαλούν εφίδρωση με αποτέλεσμα συμπύκνωση των ούρων και σχηματισμό λίθων), το επάγγελμα (επαγγέλματα με περιορισμένη κινητικότητα π.χ επαγγέλματα γραφείου) και η ύπαρξη ανατομικών ανωμαλιών του ουροποιητικού που προκαλούν στάση των ούρων (κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση, στένωμα ουρητήρα,κ.α.).
Η σύσταση των λίθων μπορεί να ποικίλει,αλλά οι λίθοι ασβεστίου είναι με διαφορά οι συχνότεροι αντιπροσωπεύοντας το 75-80% όλων των λίθων. Η λιθίαση του ουροποιητικού εμφανίζεται κλινικά ως επεισόδιο έντονου κωλικοειδούς πόνου στην οσφυική περιοχή που αντανακλά κατά μήκος του ουρητήρα μέχρι τον σύστοιχο όρχι (ή αιδοίο). Ο πόνος του κωλίκου νεφρού είναι από τους δυνατότερους πόνους που μπορεί να βιώσει ο άνθρωπος και οφείλεται στην προσπάθεια που κάνει το ουροποιητικό του ανθρώπου να υπερνικήσει την απόφραξη από τον λίθο που έχει ενσφηνωθεί και εμποδίζει την φυσιολογική ροή των ούρων. Συνοδά συμπτώματα μπορεί να είναι η ναυτία, ο εμετός, η συχνοουρία, η αιματουρία, η εφίδρωση και η ταχυκαρδία. Πυρετός δεν εμφανίζεται παρά μόνο σε περιπτώσεις που έχουν επιπλακεί με ουρολοίμωξη. Ο κωλικός του νεφρού ως οξύ ιατρικό περιστατικό πρέπει να διαφοροδιαγιγνώσκεται από την οξεία σκωληκοειδίτιδα, την οξεία χολοκυστίτιδα, την σαλπιγγίτιδα, την έκτοπη κύηση, την οξεία εκκολπωματίτιδα. Η διάγνωση του κωλικού του νεφρού συνήθως δεν δημιουργεί πρόβλημα στον κλινικό ιατρό και απαιτεί την λήψη λεπτομερούς ιστορικού (πληροφορίες για το είδος του πόνου και τα συνοδά συμπτώματα καθώς και για πιθανό παρόμοιο περιστατικό στο παρελθόν), την αναλυτική κλινική εξέταση,καθώς και τις εργαστηριακές εξετάσεις (γενική ούρων, γενική αίματος, βιοχημικός έλεγχος και ειδικά ουρία κρεατινίνη για την εκτίμηση της λειτουργίας των νεφρών) και τον απεικονιστικό έλεγχο (υπερηχοτομογραφία και ακτινογραφία νεφρών ουρητήρων κύστεως).
Η αντιμετώπιση του οξέως πόνου αποτελεί επιτακτική ανάγκη πριν την όποια διερεύνηση των παραγόντων σχηματισμού λίθων στον ασθενή καθώς ο πόνος είναι ανυπόφορος ενώ η συνύπαρξη απόφραξης και πυρετού (από συνυπάρχουσα λοίμωξη) αποτελεί επείγον ιατρικό περιστατικό που απαιτεί νοσηλεία για την άρση της απόφραξης. Έχει ιδιάτερη σημασία ο ασθενής να προσέρχεται σε ουρολόγο και να μην λαμβάνει από μόνος του φαρμακευτικά σκευάσματα ακόμα και αν αυτά τον έχουν βοηθήσει στο παρελθόν καθώς πρέπει να γίνει έλεγχος της λειτουργίας των νεφρών. Επίσης θεωρείται σημαντικό να αναφερθεί πως κατά την διάρκεια του κωλικού πρέπει να αποφεύγεται η λήψη υγρών (σε αντίθεση δηλαδή με ότι ισχύει με τα μεσοδιαστήματα που ο ασθενής πρέπει να πίνει υγρά) καθώς έτσι το ήδη συμφορημένο ουροποιητικό επιβαρύνεται ακόμα περισσότερο και ο πόνος επιτείνεται. Η αντιμετώπιση του κωλικού συνίσταται στην χορήγηση μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών σκευασμάτων σε συνδυασμό με σπασμολυτικά και προστατευτικά για το στομάχι σκευάσματα.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Π.ΚΑΤΑΦΥΓΙΩΤΗΣ
ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΟΥΡΟΛΟΓΟΣ
ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΠΑΝ. ΑΘΗΝΩΝ
ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΘΕΙΣ ΕΙΣ ΗΠΑ

Διάγνωση Λιθίασης Ουροποιητικού

Ο σχηματισμός των λίθων είναι μια πολυπαραγοντική διαδικασία όπου επιτελείται μια αλληλουχία γεγονότων η οποία τελικά οδηγεί στην αυξημένη συγκέντρωση κρυστάλλων στα ούρα στην συνένωσή τους και τελικά στην οργάνωση του λίθου.Οι ασθενείς με κλινική υποψία λιθίασης πρέπει να διερευνώνται με στόχο την επιβεβαίωση της διάγνωσης της εκτίμησης της λειτουργίας και ανατομίας του ουροποιητικού καθώς και την ανίχνευση των παραγόντων που συμβάλλουν στο σχηματισμό λίθων. Αυτό επιτυγχάνεται με τον απεικονιστικό και εργαστηριακό έλεγχο. Η απλή ακτινογραφία νεφρών ουρητήρων κύστης είναι συνήθως η πρώτη εξέταση που ζητά κανείς με στόχο την απεικόνιση του λίθου κάτι που επιτυγχάνεται στο 90% των περιπτώσεων καθώς υπάρχουν λίθοι που δεν απεικονίζονται ακτινογραφικά. Εξέταση με υψηλότατη διαγνωστική ακρίβεια είναι η ελικοειδής αξονική τομογραφία που όχι μόνο αναδεικνύει τους λίθους και την ανατομία των νεφρών αλλά και τη πυκνότητα των λίθων γεγονός που επιτρέπει την αναγνώριση εκείνων που θα ανταποκριθούν στην εξωσωματική λιθοτριψία. Η ενδοφλέβια ουρογραφία απεικονίζει την ανατομία του ουροποιητικού τη νεφρική λειτουργία καθώς και τη θέση των λίθων αλλά απαιτεί την χορήγηση ενδοφλέβιου σκιαγραφικού γεγονός που περιορίζει την χρήση της σε ορισμένες κατηγορίες ασθενών. Το δυναμικό σπινθηρογράφημα των νεφρών δεν αποτελεί εξέταση ρουτίνας στην ουρολιθίαση αλλά χρησιμοποιείται σε ειδικές περιπτώσεις που απαιτείται εκτίμηση της νεφρικής λειτουργίας. Οι βασικές εργαστηριακές εξετάσεις σε ασθενείς που απέβαλαν λίθο είναι η ανάλυση των ούρων (έλεγχος σε πρωινά ούρα του pH, των πυοσφαιρίων, των βακτηρίων και αν χρειαστεί καλλιέργεια ούρων), οι μετρήσεις της ουρίας, κρεατινίνης, του ασβεστίου και ουρικού οξέως του ορού. Σε ασθενείς με ιστορικό υποτροπών ουρολιθίασης πρέπει να υποβάλλονται σε συλλογή και ανάλυση ούρων 24ώρου. Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως αν είναι εφικτό πρέπει να απομονωθεί  ο λίθος ώστε να αναλυθεί, να μελετηθεί η σύστασή του και η θεραπεία να γίνει πιο είδική σε σχέση με την σύσταση του λίθου. Η σύσταση των λίθων μπορεί να ποικίλει όμως οι λίθοι από ασβέστιο είναι με διαφορά οι συχνότεροι αντιπροσωπεύοντας το 75-80% όλων των λίθων. Οι ασβεστούχοι λίθοι διακρίνονται σε λίθους οξαλικού ασβεστίου φωσφορικού ασβεστίου και σε μικτούς. Από τους υπόλοιπους λίθους συνηθέστεροι είναι οι από εναμμώνιο φωσφορικό μαγνήσιο (στρουβίτες), ουρικό οξύ και κυστίνη. Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως στον οργανισμό υπάρχουν ουσίες που αποκαλούνται αναστολείς (όπως το μαγνήσιο, τα κιτρικά,κ.α.) και των οποίων η δράση είναι να εμποδίζουν την συνένωση των κρυστάλλων και κατ'επέκταση των σχηματισμών των λίθων. Οι περισσότεροι λίθοι οφείλονται σε μία (ή περισσότερες) υποκείμενη μεταβολική διαταραχή που πρέπει να διερευνάται για την εκτίμηση του είδους του λίθου και κατ'επέκταση στην κατάλληλη σντιμετώπιση του. Συνεπώς στους λίθους από ασβέστιο πρέπει να διερευνάται η ύπαρξη υπεραβεστιουρίας δηλαδή η αυξημένη αποβολή ασβεστίου στα ούρα. Η υπερασβεστιουρία μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους όπως ενδοκρινικούς (πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός, υπερθυρεοειδισμός, νόσος Cushing), οστικούς (πολλαπλό μυέλωμα), φαρμακευτικούς (θεραπεία με κορτικοειδή), νεφρικούς (διαταραχές νεφρικών σωληναρίων), σε διαταραχές του εντέρου με αυξημένη απορρόφηση ασβεστίου και σε ιδιοπαθείς( αγνώστου αιτιολογίας). Στους λίθους ασβεστίου παράλληλα εκτός από την αυξημένη αποβολή ασβεστίου στα ούρα πρέπει να διερευνάται και η αυξημένη αποβολή οξαλικών.Η αποβολή αυτή μπορεί να οφείλεται σε κληρονομικούς λόγους που είναι όμως σχετικά σπάνια κατάσταση (και που εκδηλώνεται με υποτροπιάζοντα επεισόδια λίθων οξαλικού ασβεστίου από παιδική ηλικία), σε διαταραχές του εντέρου (φλεγμονώδεις παθήσεις) και σε υπεροξαλουρία από αυξημένη πρόσληψη (σπανάκι, τομάτα, μαύρο τσάι, σοκολάτα κ.α.) σε άτομα με προδιάθεση. Από τις λοιπές μεταβολικές διαταραχές ενδιαφέρον παρουσιάζουν η υποκιτρικουρία (μειωμένη αποβολή των κιτρικών που δρουν ως αναστολείς στα ούρα), η υπερικοζουρία (αυξημένο ουρικό οξύ στα ούρα, η κυστινουρία και οι λίθοι από στρουβίτη.
Η υποκιτρικουρία μπορεί να οφείλεται σε χρόνιες διάρροιες σε δίαιτες πλούσιες σε ζωικές πρωτείνες και σε παθήσεις του εντέρου. Η υπερουρικοζουρία μπορεί να οφείλεται 
μπορεί να οφείλεται σε διατροφικές συνήθειες σε ουρική αρθρίτιδα καθώς και σε χημειοθεραπευτικά φάρμακα. Η κυστινουρία συνήθως είναι κληρονομικής  αιτιολογίας ενώ οι λίθοι από στρουβίτη σχηματίζονται σε περιπτώσεις επίμονης λοίμωξης από μικρόβια που παράγουν το ένζυμο ουρεάση (μικρόβια όπως ο πρωτέας, η ψευδομονάδα κ.α.)

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Π.ΚΑΤΑΦΥΓΙΩΤΗΣ
ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΟΥΡΟΛΟΓΟΣ
ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΠΑΝ. ΑΘΗΝΩΝ
ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΘΕΙΣ ΕΙΣ ΗΠΑ                                                 

Εξωσωματική Λιθοτριψία

Η εξωσωματική λιθοτριψία, δηλαδή η προσπάθεια διάλυσης λίθων του ουροποιητικού με την εφαρμογή ειδικών ακουστικών κυμάτων που προέρχονται από ειδική πηγή εκτός του σώματος η οποία κατευθύνει και εστιάζει τα κύματα αυτά στο λίθο εντός του σώματος αποτελεί την θεραπεία εκλογής για την αντιμετώπιση των λίθων του ανώτερου ουροποιητικού. Η εστίαση γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε ο λίθος να βρίσκεται στο σημείο της υψηλότερης ενέργειας του κύματος με στόχο να αναπτυχθούν τέτοιες δυνάμεις που θα κατακερματίσουν το λίθο και ο οποίος θα αποβληθεί από τον οργανισμό υπό μορφή θραυσμάτων. Οι παράγοντες που επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα της εξωσωματικής λιθοτριψίας είναι η χημική σύσταση, το μέγεθος και η θέση των λίθων.
Η εξωσωματική λιθοτριψία έχει ένδειξη για όλους τους λίθους αν και λίθοι από κυστίνη και μονοϋδρικό οξαλικό ασβέστιο θρυμματίζονται πολύ δύσκολα.
Η κλασική ένδειξη της εξωσωματικής λιθοτριψίας είναι ο λίθος της νεφρική πυέλου (ανατομική περιοχή στο νεφρό). Η διάλυση του λίθου και η πλήρης αποβολή του εξαρτώνται από το μέγεθος του. Λίθοι διαμέτρου εως 1 εκατοστό αποβάλλονται στο 80% των περιπτώσεων ενώ λίθοι μεγαλύτεροι από 2 εκατοστά σε ποσοστό μικρότερο από 50%. Όσο μεγαλύτερο είναι το μέγεθος του λίθου τόσο μεγαλύτερη πιθανότητα υπάρχει για επανάληψη των συνεδριών της λιθοτριψίας.
Αν και η λιθοτριψία αποτελεί μια απλή, γρήγορη και σχετικά ανώδυνη μέθοδο για την αντιμετώπιση της ουρολιθίασης δεν είναι εφαρμόσιμη σε όλους τους ασθενείς με λίθο στο ουροποιητικό καθώς έχει συγκεκριμένες αντενδείξεις. Απόλυτες αντενδείξεις αποτελούν οι διαταραχές του μηχανισμού πήξης του αίματος και η λήψη αντιπηκτικών φαρμάκων, οι ενεργείς λοιμώξεις του ουροποιητικού που δεν έχουν αντιμετωπιστεί πριν την λιθοτριψία, η μειωμένη νεφρική λειτουργία,ο κωλικός νεφρού,η παρουσία περιφερικά του λίθου κωλύματος του ουροποιητικού (καθώς τότε τα θραύσματα του λίθου δεν θα μπορούν να αποβληθούν λόγο του κωλύματος προκαλώντας την εμφάνιση συμπτωματολογίας) και η εγκυμοσύνη. Σχετικές αντενδείξεις για την εξωσωματική λιθοτριψία αποτελούν ασθενείς με ανατομικές ιδιαιτερότητες για τους οποίους απαιτείται ειδική μέριμνα όπως για παράδειγμα ασθενείς με μονήρη νεφρό, οι παθολογικά παχύσαρκοι και οι ασθενείς με μεταμοσχευμένο νεφρό.
Οι επιπλοκές της εξωσωματικής λιθοτριψίας γενικά είναι σπάνιες. Εντούτοις μπορεί να εμφανιστεί μακροσκοπική αιματουρία (αν και αυτή σε μικρή ένταση συμβαίνει σε όλους τους ασθενείς), περινεφρικό αιμάτωμα (χωρίς κλινικές επιπτώσεις συνήθως) και απόφραξη της ουροποιητικής οδού. Η απόφραξη της ουροποιητικής οδού εμφανίζεται όταν αντί για αποβολή των θραυσμάτων του λίθου έχουμε άθροιση αυτών κατά μήκος του ουρητήρα και απόφραξη αυτού. Η επιπλοκή αυτή εξαρτάται από το μέγεθος του λίθου.Έτσι σε λίθους μεγαλύτερους του 1,5 εκατοστού κρίνεται απαιραίτητη πριν από την λιθοτριψία η τοποθέτηση ειδικού αυτοσυγκρούμενου εσωτερικού καθετήρα.
Γενικά είναι σημαντικό να αναφερθεί πως η εξωσωματική λιθοτριψία είναι μια πολύ καλή μέθοδος για την αντιμετώπιση των λίθων του ουροποιητικού καθώς αποτελεί μια
απλή, γρήγορη, ανώδυνη και αναίμακτη ιατρική πράξη για την οποία συνήθως δεν απαιτείται αναισθησία και κατά την διάρκεια της οποίας ο ασθενής βρίσκεται άνετα ξαπλωμένος ενώ επιστρέφει στο σπίτι του μετά από ολιγόωρη παραμονή και παρακολούθηση. Το σημαντικό στοιχείο για να είναι αποτελεσματική είναι να γίνει προσεκτική επιλογή των ασθενών στους οποίους θα εφαρμοσθεί με βάση την θέση και το μέγεθος του λίθου.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Π.ΚΑΤΑΦΥΓΙΩΤΗΣ
ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΟΥΡΟΛΟΓΟΣ
ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΠΑΝ. ΑΘΗΝΩΝ
ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΘΕΙΣ ΕΙΣ ΗΠΑ

Κιρσοκήλη

Η κιρσοκήλη αποτελεί μια κοινή πάθηση και ένας απλός ορισμός είναι η παθολογική ανεύρυνση των φλεβών των όρχεων. Εμφανίζεται στο 2-22% των ενήλικων αντρών. Στην συντριπτική πλειοψηφία (90%) των περιπτώσεων η κιρσοκήλη εμφανίζεται αριστερά, αμφοτερόπλευρα στο 20-50%  και μόλις 2% μόνο δεξιά. Η επιλεκτική εμφάνιση της πάθησης στην αριστερή πλευρά οφείλεται σε ανατομικούς λόγους. Ανεξάρτητα από τους ανατομικούς λόγους η κιρσοκήλη μπορεί να παρουσιαστεί και λόγω πίεσης των φλεβών από όγκους του νεφρού. Ειδικά μάλιστα εμφάνιση δεξιάς κιρσοκήλης σε άτομα χωρίς προηγούμενη ένδειξη παρουσίας της θα πρέπει να διερευνάται για πιθανή νεοπλασία.
Η κιρσοκήλη μπορεί να σχετίζεται με τις εξής ανδρολογικές επιπλοκές. Πρώτον με αποτυχία αύξησης και ανάπτυξης του όρχι με την κιρσοκήλη. Δεύτερον με συμπτώματα πόνου και αίσθημα βάρους στους όρχεις και τρίτον με υπογονιμότητα. Η κιρσοκήλη εμφανίζεται στο 20-40% των υπογόνιμων αντρών για αυτό το λόγο πρέπει να διερευνάται σε κάθε περίπτωση ανδρικής υπογονιμότητας. Συγκεκριμένα η κιρσοκήλη μπορεί να επηρεάσει το σπέρμα γεγονός που μπορεί να διαπιστώσει ο ουρολόγος από τις μεταβολές στο σπερμοδιάγραμα. Χωρίς να σημαίνει απαραίτητα ότι κάθε άντρας με κιρσοκήλη είναι υπογόνιμος ή εμφανίζει διαταραχές στο σπέρμα εν τούτοις το 50% των αντρών με την πάθηση έχει παθολογικό σπερμοδιάγραμα. Οι μεταβολές που προκαλεί η κιρσοκήλη στο σπερμοδιάγραμα είναι η ολιγοσπερμία, δηλαδή ελάττωση του αριθμού των σπερματοζωρίων, η ασθενοσπερμία, δηλαδή  η μείωση της κινητικότητας των σπερματοζωαρίων, η τερατοσπερμία, δηλαδή η εμφάνιση παθολογικών μορφών σπερματοζωαρίων και τέλος η εμφάνιση άωρων μορφών σπερματοζωαρίων.
Η κιρσοκήλη μπορεί κλινικά να διακριθεί στην υποκλινική μορφή όπου δεν είναι ούτε ψηλαφητή, ούτε ορατή και γίνεται η διάγνωση μόνο με υπέρηχο, στην μικρή (1ου βαθμού), στην μεσαία (2ου βαθμού) και στην μεγάλη (3ου βαθμού). Η έκταση της βλάβης του σπέρματος δεν είναι πάντοτε ανάλογη του μεγέθους της κιρσοκήλης.
Η διάγνωση της κιρσοκήλης γίνεται με την λήψη αναλυτικού ιατρικού ιστορικού, με την κλινική εξέταση (ψηλάφηση σε ορθία θέση της κιρσοκήλης), το υπερηχογράφημα (Triplex) και τέλος με τουλάχιστον δύο λήψεις σπερμοδιαγραμάτων.
Η θεραπεία της κιρσοκήλης έχει συγκεκριμένες ενδείξεις.Έτσι ένας υπογόνιμος ενήλικος άντρας θεωρείται υποψήφιος για επέμβαση αρκεί να πληρούνται οι εξής προυποθέσεις: το ζευγάρι να έχει γνωστή υπογονιμότητα (ελεύθερες σεξουαλικές επαφές για χρονικό διάστημα ενός έτους), η γυναίκα να έχει φυσιολογική γονιμότητα ή τουλάχιστον διορθώσιμη αιτία υπογονιμότητας, η κιρσοκήλη να είναι ψηλαφητή ή αν την υποπτευόμαστε να επιβεβαιώνεται με υπέρηχο και τέλος να είναι επηρεασμένο το σπερμοδιάγραμα. Επίσης οι έφηβοι με κιρσοκήλη θεωρούνται υποψήφιοι για επέμβαση εφόσον έχει επηρεαστεί ο όγκος του όρχεος. Η θεραπεία διακρίνεται στην χειρουργική(ανοικτή,λαπαροσκοπική,μικροχειρουργική) και στον διαδερμικό εμβολισμό.
Το αποτέλεσμα της επέμβασης πρέπει να ελέγχεται μετά από 6-9 μήνες ώστε να έχουν δημιουργηθεί οι νέες γενιές σπερματοζωαρίων. Το ποσοστό βελτίωσης του σπέρματος μετεγχειρητικά ανέρχεται σε 60-70%, ενώ το μέσο ποσοστό κυήσεων σε 20-40%. Οι παράμετροι του σπέρματος που βελτιώνονται μετεγχειρητικά είναι κυρίως η κινητικότητα και η μορφολογία των σπερματοζωαρίων. Το ότι σε ορισμένους ασθενείς δεν παρουσιάζεται βελτίωση του σπερμοδιαγράματος μετά την επέμβαση οφείλεται στο ότι μπορεί η κιρσοκήλη να έχει προκαλέσει ανεπανόρθωτες βλάβες του σπερματικού ιστού ή στο ότι μπορεί να συνυπάρχουν και άλλες αιτίες υπογονιμότητας.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Π.ΚΑΤΑΦΥΓΙΩΤΗΣ
ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΟΥΡΟΛΟΓΟΣ
ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΠΑΝ. ΑΘΗΝΩΝ
ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΘΕΙΣ ΕΙΣ ΗΠΑ

PSA Σημαντική Εξέταση για τον Άνδρα

PSA (Prostatic specific antigen) - Ειδικό προστατικό αντιγόνο, μια σημαντική εξέταση για τον άνδρα.

Το PSA είναι μια γλυκοπρωτεϊνη που παράγεται από τον προστάτη και εκκρίνεται στο σπέρμα. Η φυσιολογική του λειτουργία είναι η ρευστοποίηση του σπερματικού υγρού βοηθώντας στην απελευθέρωση των σπερματοζωαρίων. Το PSA εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος όπου μπορεί να ανιχνευθεί με μια απλή εξέταση αίματος. Το PSA θεωρείται ειδική εξέταση για τον προστάτη αδένα του άνδρα καθώς παράγεται κυρίως μόνο από αυτόν, αλλά δεν θεωρείται ειδική για κάποια συγκεκριμένη πάθηση του.Αύξηση της τιμής του PSA στον ορό παρατηρείται στην καλοήθη υπερπλασία του προστάτη, στις φλεγμονές του προστάτη(προστατίτιδα), καθώς βέβαια και στον καρκίνο του προστάτη. Έτσι η αύξηση της τιμής του σημαίνει πιθανόν την παρουσία κάποιας πάθησης του προστάτη αλλά δεν είναι δυνατόν μόνο με το PSA να διαγνώσουμε ποια πάθηση είναι αυτή.

Βέβαια είναι αναγκαίο να αναφερθεί πως αρκετά υψηλές τιμές του  PSA που βρίσκονται σταθερά σε κάθε εξέταση (και όχι μόνο μια απότομη αύξηση σε μια μόνο μέτρηση που μπορεί να οφείλεται σε προστατίτιδα), αυξάνουν την πιθανότητα η αύξηση αυτή να οφείλεται σε καρκίνο του προστάτη. Αν και σήμερα οι φυσιολογικές τιμές του PSA θεωρούνται μέχρι 4 ng/ml, πρέπει να αναφερθεί ότι το 25% των ανδρών με PSA 2-4ng/ml έχουν καρκίνο του προστάτη. Το ποσοστό αυτό είναι ακόμα μεγαλύτερο (30-40%) μεταξύ των ανδρών που έχουν PSA 4-10ng/ml. Τιμές του PSA άνω του 10ng/ml αυξάνει την πιθανότητα του καρκίνου του προστάτη σε >50%.

Συνεπώς για το λόγο αυτό πάντα  το PSA πρέπει να αποτελεί μέρος μιας συνολικής κλινικής και εργαστηριακής εξέτασης στις οποίες πρέπει απαραιτήτως να γίνεται η λήψη ενός εκτενούς ιστορικού καθώς βέβαια και η σημαντική δακτυλική εξέταση. Ενδείξεις για την βιοψία του προστάτη αποτελούν η θετική δακτυλική εξέταση (όπου ο ουρολόγος νιώθει με το δάκτυλο σκληρή περιοχή στον προστάτη ύποπτη για καρκίνο) και η αύξηση του PSA άνω των 4ng/ml.

Για την βελτίωση του PSA έχουν εισαχθεί διάφορα παράγωγα του PSA όπως η πυκνότητα του PSA, η ταχύτητα αύξησης του PSA, οι σχετιζόμενες με την ηλικία τιμές του PSA, οι μοριακές μορφές του PSA (ελεύθερο PSA και κλάσμα) κ.α. Είναι απαραίτητο να αναφερθεί πως το PSA έχει αποτελέσει χρήσιμη εργαστηριακή εξέταση για μαζικό πληθυσμιακό έλεγχο (screening) δηλαδή τον έλεγχο ασυμπτωματικού ανδρικού πληθυσμού με σκοπό την διαπίστωση των ατόμων εκείνων που έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να πάσχει από τη νόσο. Τα άτομα αυτά  επί αυξημένου PSA άνω των 4ng/ml εν συνεχεία θα υποβληθούν σε περαιτέρω έλεγχο με βιοψία του προστάτη.

Στα πλαίσια συνεπώς του μαζικού πληθυσμιακού ελέγχου συνίσταται (Αμερικάνικη Ουρολογική Εταιρεία) η μέτρηση του PSA σε όλους τους άνδρες ηλικίας άνω των 50.Σε άνδρες υψηλού κινδύνου για καρκίνο του προστάτη όπως δηλαδή σε άτομα με οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του προστάτη ο έλεγχος αυτός μπορεί να αρχίσει σε μικρότερη ηλικία.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Π.ΚΑΤΑΦΥΓΙΩΤΗΣ
ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΟΥΡΟΛΟΓΟΣ
ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΠΑΝ. ΑΘΗΝΩΝ
ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΘΕΙΣ ΕΙΣ ΗΠΑ
ΤΗΛ 2104521984

Αιματουρία

Η αιματουρία αποτελεί ένα κλινικό σημείο που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, τόσο από τον ίδιο τον ασθενή, όσο και από τον ιατρό που καλείται να καταλήξει στην διάγνωση. Ως αιματουρία ορίζουμε την παρουσία αίματος και συγκεκριμένα την παρουσία ερυθρών αιμοσφαιρίων στα ούρα. Η αιματουρία μπορεί να διακριθεί σε μακροσκοπική όταν αναγνωρίζεται από τον ίδιο τον ασθενή από την αλλαγή του χρώματος των ούρων λόγω της παρουσίας αίματος  και σε μικροσκοπική όπου τα ούρα μπορεί να μην έχουν αλλάξει χρώμα αλλά το αίμα αναγνωρίζεται από την εξέταση των ούρων στο μικροσκόπιο. Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως  μια αλλαγή του χρώματος των ούρων δεν σημαίνει απαραίτητα αιματουρία καθώς υπάρχουν τροφές,φάρμακα ή και παθήσεις που προκαλούν την αλλαγή του χρώματος των ούρων χωρίς αυτά να έχουν αίμα.

Αν και η  αιματουρία συχνότερα οφείλεται σε μη κακοήθεις νόσους εύκολα αναγνωρίσημες και αντιμετωπίσημες όπως σε ουρολοιμώξεις και σε λιθίαση του ουροποιητικού, εντούτοις η αιματουρία οποιουδήποτε βαθμού είναι σοβαρό σύμπτωμα και στους ενήλικους θα πρέπει να θεωρείται εκδήλωση κακοήθους νόσου του ουροποιητικού μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Το συχνότερο αίτιο μακροσκοπικής αιματουρίας σε ενήλικες άνω των 50 ετών είναι ο καρκίνος της ουροδόχου κύστεως.

Η αιματουρία μπορεί να οφείλεται σε πολλούς  λόγους  προέλευσης από το ουροποιητικό ή και εκτός ουροποιητικού. Αιτιολογίες εκτός του ουροποιητικού, θεωρούνται η υπερβολική σωματική άσκηση, οι τραυματισμοί,η αιμορραγία  από τον κόλπο,οι διαταραχές της αιμόστασης (αιμορροφιλία, δρεπανοκυτταρική αναιμία, θρομβοκυτταροπενία, κ.α.) και τα φάρμακα (αντιπηκτικά όπως για παράδειγμα η ασπιρίνη). Αίτια που με πηγή το ουροποιητικό είναι οι παθήσεις των νεφρών (πυελονεφρίτις, λίθοι του νεφρού, τραυματισμοί και καρκίνος του νεφρού), των ουρητήρων (λίθοι, όγκοι, τραυματισμοί.), της ουροδόχου κύστης (λοίμωξη, λίθοι και καρκίνος της ουροδόχου κύστεως), του προστάτη (προστατίτις, καλοήθη υπερπλασία του προστάτη και καρκίνος του προστάτη) και της ουρήθρας (σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, τραυματισμοί, καθετήρας και ιατρικές πράξεις).

Για την διάγνωση της αιματουρίας απαιτείται η λήψη λεπτομερούς ιστορικού και η επιμελής κλινική εξέταση. Στο ιστορικό πρέπει να δοθεί έμφαση σε ορισμένα στοιχεία που μπορεί να αυξάνουν την πιθανότητα η αιματουρία να οφείλεται σε κακοήθη νόσο όπως για παράδειγμα η ηλικία, το κάπνισμα (οι καπνιστές έχουν αυξημένη πιθανότητα η αιματουρία τους να οφείλεται σε καρκίνο της κύστης) και το επάγγελμα (οι εργαζόμενοι σε βαφές, χρώματα,δέρματα κ.α.). Επίσης από το ιστορικό πρέπει να συλλεχθούν πληροφορίες που μπορεί να οδηγήσουν στην αιτιολογία όπως αν υπάρχει ιστορικό κωλικού ή πρόσφατης ουρολοίμωξης καθώς και η λήψη αντιπηκτικών φαρμάκων.

Η εργαστηριακή διερεύνηση της αιματουρίας στους ενήλικες αποβλέπει κυρίως στον αποκλεισμό κακοήθους νόσου ως αιτιολογικού παράγοντα. Συνεπώς οι εξετάσεις που απαιτούνται είναι η γενική ούρων για την πιστοποίηση της παρουσίας αίματος,η καλλιέργεια ούρων για την ανεύρεση πιθανού μικροβιακού παράγοντα και η κυτταρολογική εξέταση ούρων για την ανεύρεση ύποπτων κυττάρων για καρκίνο.Απαραίτητες απεικονιστικές αξετάσεις είναι το υπερηχογράφημα νεφρών κύστεως προστάτη, η ενδοφλέβια πυελογραφία ή και αξονική τομογραφία.Τέλος αναγκαία εξέταση σε πολλές περιπτώσεις είναι η κυστεοσκόπηση με την οποία ο ουρολόγος με το κυστεοσκόπιο ελέγχει υπό άμεση όραση την ουρήθρα και κυρίως την ουροδόχο κύστη για την παρουσία όγκου της κύστεως. Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως η αιματουρία είναι ένα σύμπτωμα που πρέπει να κινητοποιεί τον ασθενή καθώς ή έγκαιρη ανεύρεση του αιτιολογικού παράγοντα μπορεί να σημαίνει αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτού ακόμα σε περίπτωση κακοήθους νόσου.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Π.ΚΑΤΑΦΥΓΙΩΤΗΣ
ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΟΥΡΟΛΟΓΟΣ
ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΠΑΝ. ΑΘΗΝΩΝ
ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΘΕΙΣ ΕΙΣ ΗΠΑ

Καρκίνος Ουροδόχου Κύστης

Το καρκίνωμα της ουροδόχου κύστης αποτελεί το δεύτερο σε συχνότητα καρκίνωμα του ουρογεννητικού στον άνθρωπο μετά τον καρκίνο του προστάτη. Η μέση ηλικία διάγνωσης είναι τα 69 έτη στους άνδρες και τα 71 έτη στις γυναίκες. Παράγοντες οι οποίοι έχουν θεωρηθεί υπεύθυνοι για τον καρκίνο της κύστης είναι τα χημικά καρκινογόνα όπου η επαγγελματική έκθεση σε χημικά καρκινογόνα ευθύνεται για το 20% των καρκίνων της κύστης. Αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο της κύστης θεωρούνται ότι έχουν οι εργάτες των βιομηχανιών πετρελαίου, χημικών, βαφών, ελαστικών και δέρματος.

Ο πιθανός αιτιολογικός παράγοντας θεωρείται πως είναι οι χρωστικές ανιλίνης. Παράλληλα ουσίες που έχουν θεωρηθεί υπεύθυνες είναι τα διάφορα τεχνητά γλυκαντικά χωρίς όμως να υπάρχει αναμφισβήτητη τεκμηρίωση της καρκινογενετικής τους δράσης. Ισχυρή σχέση θεωρείται πως έχει το κάπνισμα. Οι καπνιστές έχουν τετραπλάσιο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου της κύστης σε σχέση με τους μη καπνιστές, με τον κίνδυνο να σχετίζεται με τον αριθμό των τσιγάρων,τη διάρκεια του καπνίσματος και το βαθμό εισπνοής του καπνού. Άλλοι παράγοντες που έχουν θεωρηθεί υπεύθυνοι είναι η κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων αναλγητικών και κυρίως της φαινακετίνης, η χρόνια κυστίτιδα και άλλες λοιμώξεις, η παρουσία μόνιμου καθετήρα, η σχιστοσωμίαση (πάθηση που οφείλεται σε συγκεκριμένο παράσιτο), το χημειοθεραπευτικό κυκλοφωσφαμίδη και τέλος η ακτινοβόληση της πύελου (π.χ. σε γυναίκες για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας).

Το συχνότερο σύμπτωμα του καρκίνου της κύστης είναι η ανώδυνη (χωρίς πόνο), μακροσκοπική (ορατή με το μάτι) αιματουρία η οποία παρατηρείται στο 85% των ασθενών με καρκίνο της κύστης. Συχνά η αιματουρία είναι διαλείπουσα γεγονός σημαντικό για την διάγνωση καθώς είναι πιθανό μια εξέταση ούρων να αποδειχθεί αρνητική χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως η νόσος αποκλείεται.Αλλα συμπτώματα θεωρούνται τα ερεθιστικά συμπτώματα της κύστης όπως η συχνοουρία, η νυκτοουρία (βραδινή ούρηση)και η επιτακτική ούρηση (αίσθημα ούρησης που δεν επιδέχεται αναβολής).

Βασικές εργαστηριακές εξετάσεις θεωρούνται η γενική ούρων(για την ανίχνευση αίματος), η καλλιέργεια ούρων , η κυτταρολογική εξέταση ούρων (για την ανίχνευση καρκινικών κυττάρων) το υπερηχογράφημα νεφρών κύστεως προστάτη, η ενδοφλέβια ουρογραφία (για την μελέτη του ανώτερου ουροποιητικού) ή και αξονική τομογραφία και τέλος η κυστεοσκόπηση (όπου ο ουρολόγος βλέπει μέσω του κυστεοσκοπίου υπό άμεση όραση την ουροδόχο κύστη).

Θεραπευτικά ο καρκίνος της κύστης αρχικά αντιμετωπίζεται με διουρηθρική(δια μέσου της ουρήθρας με ειδικό εργαλείο) αφαίρεση του όγκου. Με την αρχική αυτή αφαίρεση μελετάται ο ιστός και γίνεται η ακριβής διάγνωση του καρκίνου της κύστης και σε συνδυασμό με τον απεικονιστικό έλεγχο καθορίζεται η τελική θεραπεία.Σε γενικές γραμμές ο επιφανειακός καρκίνος της κύστης αντιμετωπίζεται με την διουρηθρική εκτομή και πιθανόν ενδοκυστική (έγχυση στην κύστη μέσω καθετήρα) έγχυση φαρμάκων στην κύστη, ο διηθητικός καρκίνος της κύστης αντιμετωπίζεται με αφαίρεση της κύστης και ο μεταστατικός καρκίνος της κύστης με χημειοθεραπεία. Είναι απαραίτητο να αναφερθεί πως μετά την αφαίρεση της κύστης τα ούρα εκτρέπονται της φυσιολογικής τους πορείας καθώς πλέον αυτά δεν αποθηκεύονται στην κύστη. Οπότε οι ουρητήρες αναστομώνονται είτε στο δέρμα απευθείας, είτε σε νέα κύστη που δημιουργεί ο χειρουργός από τμήμα εντέρου. Μετά την αρχική αντιμετώπιση του καρκίνου της κύστης ο ασθενής πρέπει να παρακολουθείται με κυτταρολογική εξέταση ούρων,απεικονιστικό έλεγχο και κυστεοσκόπηση καθώς ο καρκίνος της κύστης έχει την τάση να υποτροπιάζει.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Π.ΚΑΤΑΦΥΓΙΩΤΗΣ
ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΟΥΡΟΛΟΓΟΣ
ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΠΑΝ. ΑΘΗΝΩΝ
ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΘΕΙΣ ΕΙΣ ΗΠΑ

Ακολουθήστε μας